- ηλεκτροφωτίζω
- μετ.1) электрифицировать; 2) освещать электричеством
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροφωτίζω — ηλεκτροφωτίζω, ηλεκτροφώτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηλεκτροφωτίζω — τοποθετώ μηχανήματα και δίκτυο για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός χώρου, φωτίζω με ηλεκτρικό φως («ηλεκτροφωτίστηκε το χωριό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτίζω — ηλεκτροφώτισα, ηλεκτροφωτίστηκα, ηλεκτροφωτισμένος 1. φωτίζω με ηλεκτρικό φως: Οι κεντρικοί δρόμοι στις πόλεις ηλεκτροφωτίζονται καλά. 2. κατασκευάζω δίκτυο ηλεκτροφωτισμού: Πριν από 30 χρόνια δεν είχαν ηλεκτροφωτιστεί όλες οι περιοχές της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτισμός — ο ο φωτισμός τη χρησιμοποίηση ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτροφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφώτιση — η [ηλεκτροφωτίζω] ο ηλεκτροφωτισμός … Dictionary of Greek